- προβουλευμάτιον
- προβουλ-ευμάτιον, τό, Dim. of foreg., Luc.Par.42, Alciphr.3.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβουλευμάτιον — τὸ, Α [προβούλευμα, ατος] υποκορ. τού προβούλευμα … Dictionary of Greek
προβουλευμάτια — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλευμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)